- βραχιάζομαι
- 1) взбираться на отвесные скалы (о козах);2) мор. садиться на скалы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βραχιάζομαι — ιάστηκα, ανεβαίνω ή πέφτω στα βράχια: Η βάρκα βούλιαξε γιατί βραχιάστηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραχιάζω — 1. γκρεμίζω κάποιον από βράχο 2. πιάνομαι σε βράχο, αγκιστρώνομαι 3. βραχιάζω και βραχιάζομαι (γιαγίδια) ανεβαίνω σε βραχώδη μέρη απ όπου δεν μπορώ να κατεβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βράχια (πληθ. του βράχος*)] … Dictionary of Greek